στυρένιο

στυρένιο
το, Ν
χημ. το στυρόλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. styrene < λατ. styrax (< στύραξ, -ακος [Ι]) + κατάλ. -ene].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στυρόλιο — το, Ν χημ. οργανική ένωση, ακόρεστος υδρογονάνθρακας, γνωστός και ως βινυλοβενζόλιο ή φαινυλαιθυλένιο, αλλ. στυρένιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”